- αζουδιά
- η [άζουδος]δυστυχία, φτώχεια, κακομοιριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άζουδος — η, ο 1. δυστυχισμένος, άμοιρος, κακορίζικος 2. ο χωρίς ενεργητικότητα, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζούδι < ζώδιον δηλ. άζουδος, «ο έχων κακό ζώδιο», ατυχής, άμοιρος. ΠΑΡ. αζουδεύομαι, αζουδιά] … Dictionary of Greek
αζουδεύομαι — [άζουδος] κλαίω για την αζουδιά μου, τη δυστυχία μου … Dictionary of Greek